εφετικός

εφετικός
-ή, -ό (ΑΜ ἐφετικός, -ή, -όν) [εφίημι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός
2. φρ. «εφετικά ρήματα» — ρήματα τής αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε -σείω, -άω, -ιάω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έφεση δίκης
μσν.-αρχ.
φρ. «ἐφετικοὶ χρόνοι» — προθεσμίες μέσα στις οποίες επιτρέπεται να γίνει έφεση.
επίρρ...
εφετικώς (Μ ἐφετικῶς)
με έφεση, επιθυμητικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐφετικός — actuated by desire masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικά — ἐφετικός actuated by desire neut nom/voc/acc pl ἐφετικά̱ , ἐφετικός actuated by desire fem nom/voc/acc dual ἐφετικά̱ , ἐφετικός actuated by desire fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικῶν — ἐφετικός actuated by desire fem gen pl ἐφετικός actuated by desire masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικόν — ἐφετικός actuated by desire masc acc sg ἐφετικός actuated by desire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικήν — ἐφετικός actuated by desire fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετικῶς — ἐφετικός actuated by desire adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • κιχλιδιώ — κιχλιδιῶ, άω (Α) (εφετικό ρ.) επιθυμώ να καγχάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός τ. τού κιχλίζω] …   Dictionary of Greek

  • λεξείω — (Α) επιθυμώ να πω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικός ρηματ. τ., σχηματισμένος από το θ. τού μέλλοντος λεξ τού λέγω + επίθημα είω (πρβλ. πολεμησ είω)] …   Dictionary of Greek

  • στρατευσείω — Α (εφετικός τ.) επιθυμώ την εκστρατεία, τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατεύω + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. ναυμαχη σείω, πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”